σήμερα επιλέγουμε να αναδημοσιεύσουμε ένα φωτογραφικό λεύκωμα όπως το “χαζέψαμε” στο our baba doesn’t say fairy tales. Άς κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο για να δούμε
60 φωτογραφίες από την Λευκορωσία μεταξύ 1890-1980
σήμερα επιλέγουμε να αναδημοσιεύσουμε ένα φωτογραφικό λεύκωμα όπως το “χαζέψαμε” στο our baba doesn’t say fairy tales. Άς κάνουμε ένα ταξίδι στο χρόνο για να δούμε
60 φωτογραφίες από την Λευκορωσία μεταξύ 1890-1980
Πολλές φορές ένα τραγούδι μας ανακαλεί μνήμες ή στιγμές τις οποίες έχουμε συνδυάσει με ένα συγκεκριμένο γεγονός. Άλλες πάλι φορές η πραγματική ιστορία πίσω από ένα τραγούδι ανοίγει κόσμους ολόκληρους’ τέτοιους που ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι ένα “απλό” τραγούδι τραγουδισμένο στις πιο αθώες μας στιγμές κρύβει. Ο λόγος που μνημονεύουμε το συγκεκριμένο τραγούδι είναι γιατί κουβαλάει μια παλιά ιστορία – καλά κρυμμένη – που η αναφορά σε αυτή πηγαίνει πίσω στο 1922.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1972 με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και μουσική του Μάνου Λοίζου. Ο Παπαδόπουλος ξαναέγραψε τους στίχους από ένα παλιό τραγούδι της Σμύρνης του 1928 τραγουδισμένο από την Μαρίκα Παπαγκικα παραλείποντας στίχους και ξαναγράφοντας καινούριους περισσότερο δημοφιλής. Το αυθεντικό τραγούδι τραγουδιόταν από έλληνες λιποτάκτες κατά την Μικρασιατική εκστρατεία*. Σε εκείνο το τραγούδι λοιπόν οι στρατιώτες ζητούσαν από τον καπετάνιο να τους πάει στην Βραίλα η οποία ήταν πόλη της Ρουμανίας με έντονο ελληνικό εμπορικό κομμάτι, κατά άλλες παραλλαγές μνημονευόταν ο Μπουρνόβας που ήταν αστικό προάστειο της Σμύρνης. Οι φαντάροι που τραγουδούσαν το τραγούδι το 1922 άλλαζαν τον προορισμό στους στίχους ανάλογα με το που ήθελαν να τους πάει το καράβι/παπόρι …ο Πειραιάς μάλλον ήταν πιο δημοφιλής προορισμός.Οι στίχοι όπως αυτοί παρουσιάστηκαν από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο πήγαιναν κάπως έτσι :
σχετικά με την ταινία ΣΕΡΑΓΕΒΟ Σ΄ΑΓΑΠΩ:
Στις 14 Δεκεμβρίου, 1995 λήγουν και επίσημα οι εχθροπραξίες στον 3ετή αιματηρό πόλεμο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για εκείνη την περίοδο στην γειτονιά των Βαλκανίων όμως εδώ σήμερα δεν θα σταθούμε στις αιτίες εκείνου του πολέμου, άλλωστε ένας πόλεμος είναι πάντα ένας πόλεμος. Σήμερα θα δούμε μια άλλη εικόνα που σε καμία συμφωνία δεν υπολογίστηκε, καμία επέτειος δεν αναφέρθηκε σε αυτήν, έμεινε μνήμη βαθειά χαραγμένη στους χαρακτήρες που την έζησαν. Το Σεράγεβο σ’αγαπώ είναι μια ταινία της Γιασμίλα Ζμπάντιτς σκηνοθέτιδα από το Σαράγιεβο που οι μνήμες της φτάνουν πίσω μερικά χρόνια στον εμφύλιο της Βοσνίας. Ο τίτλος της ταινίας «Crbavica» (ελληνικός τίτλος «Σεράγεβο σ΄ αγαπώ») μιλάει για μια περιοχή του Σαράγιεβο την Γκορμπάβιτσα την οποία κατέλαβαν το 1992, οι Σερβο-βοσνιακές δυνάμεις. Στην ταινία η Ζμπάντιτς δραματοποιεί την αγωνία των γυναικών της περιοχής οι οποίες έπεσαν θύματα βιασμού την περίοδο 1992-1995. Με τρόπο σπαρακτικό ουρλιάζει στον υπόλοιπο κόσμο ότι μπορεί ο πόλεμος να τελείωσε αλλά κάποια θύματά του εξακολουθούν να ζουν και να αντικρίζουν καθημερινά την φρίκη του. Είναι εκείνες οι γυναίκες που πίσω από τα χαμόγελά τους βρίσκεται μια θλίψη, για την εξουσία του φύλου πάνω στα σώματα τους, για την επιβολή του βιασμού στις ψυχές τους. Γιατί όλα τα ερωτηματικά ‘γιατί’ ενός πολέμου δεν μπορούν να απαντήσουν αυτήν την θλίψη..
Το “Σεράγεβο σ’ αγαπώ» είναι ένα αισιόδοξο τραγούδι, δημοφιλές στη Βοσνία, το οποίο ακούγεται στον επίλογο της ταινίας.
[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=SHBOfJRN9O8[/youtube]
Στίς 11 Νοεμβρίου 1918 τελειώνει και επίσημα ο Α’Παγκόσμιος πόλεμος με την υπογραφή της δεύτερης ανακωχής Κομπιέν σε σιδηροδρομικό βαγόνι.
Ο αιματηρός πόλεμος ανάμεσα στις Μεγάλες δυνάμεις ήταν αποτέλεσμα ενός κύματος εθνικισμών που έπληξε την Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια με άμεσο αντίκτυπο και στη περιφέρεια, με άμεση και ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων με την εμπλοκή ακόμα και αμερικανικών προσέδωσαν τελικά την έννοια του παγκόσμιου. Τα 18,5 εκατομμύρια θύματα του πολέμου συνθέτουν την εικόνα τψν πολέμων ανάμεσα στους καπιταλισμούς όπου γής..
6 ώρες μετά την υπογραφή της ανακωχής τα μέτωπα σιωπούν, σαν έσβησε ξαφνικά ο ήχος, στο άκουσμα της ανακωχής κανένας πλέον ήχος δεν θυμίζει τους κρότους απο τις βόμπβες, τους συνεχείς πυροβολισμούς, τα κροταλίσματα ερπυστριών και τις κραυγές των θυμάτων. Η φυσικοί ήχοι κυριαρχούν. Η στιγμή ιστορική για τον 20ο αιώνα καταγράφεται στο παρακάτω γράφημα..
Η μηχανή καταγραφής ήχοσυ αποτυπώνει εκείνο το ‘κενό’ που δημιούργησε η αναγγελία της υπογραφής της ανακωχής..
Αριστερά οι ακανόνιστες γραμμές αποτυπώνουν τους ήχους του πολέμου, ενώ δεξιά η ‘ηρεμία’ σχεδόν τέλειες γραμμές χωρίς εξάρσεις και κυματισμούς σηματοδοτούν μια πρόσκαιρη ειρήνη 21 χρόνων..
Πριν 3 περίπου χρόνια με αφορμή τον θάνατο του Χρόνη Μίσσιου είχα γράψει τα παρακάτω σε μιαν άλλη γωνιά που με φιλοξένησε. Σήμερα έρχεται το παρακάτω τραγούδι από τους Social Waste να με ξαναγυρίσει πίσω, σε εκείνες τις ώρες που ταξίδευα μαζί του στην ιστορία της νεότερης ελλάδας, στους αγώνες που δεν δικαιώθηκαν, στις μικρές ουτοπίες που γεννούσαν πραγματικότητες και σε εκείνα τα ατελείωτα σεργιάνια στους φτωχομαχαλάδες της Καβάλας..
[youtube]https://www.youtube.com/watch?v=RkL-jPuHBMw[/youtube]
Όταν πριν απο 15 χρόνια έπεσε στα χέρια μου το ‘Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς’, οι πρώτες πληροφορίες που συνέλεξα για τον συγραφέα ήταν αρκετές για να ιντρικάρουν έναν αναγνώστη ανατρεπτικών βιβλίων.
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα απο γονείς καπνεργάτες το επάγγελμά το οποίο άσκησε και ο ίδιος από παιδική ηλικία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε συνθήκες φτώχιας αρχικά στη γενέτειρά του και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη. Για οικονομικούς λόγους δε μπόρεσε να τελειώσει ούτε το δημοτικό σχολείο (έφτασε μέχρι τη δεύτερη τάξη). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, παιδί ακόμη, εντάχτηκε στην Αντίσταση και το 1947 καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο. Τελικά δεν εκτελέστηκε, έμεινε όμως φυλακισμένος ως το 1953 και από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη.
Σε διάφορες φυλακές έζησε και κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας. Η ελεύθερη ζωή του άρχισε ουσιαστικά ξανά μετά τη μεταπολίτευση.
Ο Χρόνης Μίσσιος γράφει για αυτά που έζησε, όπως ο ίδιος τα βίωσε, τους αγώνες, τις φυλακίσεις, τις καταδίκες εις θάνατον, την ζωή μέσα στην φυλακή, τα λάθη του κόμματος. Μα πάνω απο όλα γράφει με έναν πρωτόγονο τρόπο έξω απο φόρμες και δομές, γράφει για την ανιδιοτέλεια του επαναστάτη, για εκείνο το αρχέγονο όραμα της εφόδου στον ουρανό και μαζί με τις γραφές του σε παρασέρνει σε ένα σύμπαν αμέτρητων εικόνων.
Απο το πρώτο του βιβλίο ακουλούθησαν τα ‘Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε’,’Τα κεραμίδια στάζουν’, βιβλίο πανόραμα στην ζωή των καπνεργατών της Καβάλας, γιομάτο εικόνες απο τους μαχαλάδες.
Και ακολουθεί το ‘Κλειδί είναι κάτω απο το γερανι’.
Γραφή απόκοσμη και συνάμα συμπαντική, κάνοντας στροφή στην θεματολογία του στο κλειδί ο Χρόνης Μίσσιος μας βάζει σε έναν κόσμο δραπετών, όχι απο κάποια φυλακή, αλλά δραπετών απο τον σύγχρονο πολιτισμό.
Μας μιλάει για μια παρέα ελεύθερων ανθρώπων που αηδιασμένοι απο τον πολιτισμό της εξουσίας και της υποδούλωσης ανθρώπου και φύσης ζούν αρμονικά σε μια κοσμογωνιά.Σε πλήρη αρμονία με την φύση ανακαλύπτουν σιγά σιγά μέσα απο την εξερεύνηση την ίδια την ουσία της ζωής. Ξαναβρίσκουν τα ξεχασμένα συναισθήματα, βιώνουν τον έρωτα όπως είναι χωρίς φύλο, δημιουργούν σχέσεις,σχέσεις ουσιαστικές και απελευθερωμένες. Γίνονται κοινωνοί της ίδιας τους της ζωής.
Σ’ αυτόν τον κόσμο κυβερνά ο έρωτας, νεράιδες και μικροί θεοί ξεφαντώνουν μαζί με τους θνητούς, κι όλες οι περιπέτειες τελειώνουν καλά με μαγικούς τρόπους. Σε αυτόν τον κόσμο μας καλεί ώστε να ξαναεφεύρουμε εκείνες τις έννοιες που ποδοπάτησε ο αστικός πολιτισμός. Τις έννοιες αγάπη, έρωτας, αρμονία, ευτυχία.
Ο κόσμος του Χρόνη Μίσσιου είναι ένα ιδανικό καταφύγιο, πλημμυρισμένο από ξεχασμένες αισθήσεις και θαύματα ζωντανά.
Η ζωή του Χρόνη Μίσσιου εήταν γεμάτη συγκινήσεις, αγώνες και απογοητεύσεις, όμως μέσα σε αυτά κατάφερε να βρεί την ισορροπία της ύπαρξης. Ο ίδιος δήλωνε συχνά σε φίλους που τον επισκέπτονταν στο σπίτι όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια σαν κοσμοκαλόγερος: Δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα, αλλά δεν θα επιτρέψω να με αλλάξει αυτό..
Ο Χρόνης Μίσσιος έφυγε στις 20 Νοέμβρη, αφού πρώτα νίκησε τον θάνατο με την ίδια του την ζωή..
”Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται άπαξ που λένε, σαν μια μοναδική ευκαιρία, τουλάχιστον με αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειτε να ξαναυπάρξουμε ποτέ. Και εμείς τι την κάνουμε ρέ, αντί να την ζήσουμε; Την σέρβνουμε απο δώ και απο κεί δολοφονώντας την.Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.Μα αφού είναι οργανωμένες πως είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πως να οργανώσεις τα συναισθήματα; Έτσι με αυτήν την κωλοεφεύρεση που την λένε ρολόι σμπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σαν να είναι βάρος και μας είναι βάρος, γιατί δεν ζούμε κατάλαβες; μόνο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει και αυτή η ώρα, να φύγει και αυτή η μέρα μέχρι το αύριο και πάλι φτού και απ’την αρχή.Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, μέσα στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες, σαν ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας”
Καλό σεργιάνι ρε σαλονικιέ.. [youtube]https://www.youtube.com/watch?v=-wKEaNBvIbs[/youtube]