“Η ιστορία δεν είναι χρήσιμη επειδή διαβάζει κανείς εκεί το παρελθόν, αλλά επειδή διαβάζει το μέλλον.”
Αυτή φράση του Jean-Baptiste Say αντικατοπτρίζει περίφημα το νόημα της σημερινής μέρας. Επειδή οι χούντες μπορεί να αλλάζουν χρώματα, εμβλήματα, να ξαναγεννώνται από τις στάχτες τους κατά το δοκούν και επειδή δεν πρέπει να γίνουμε το γρανάζι στην μηχανή της λήθης, άς θυμηθούμε και άς μάθουμε πως τότε πριν 48 απρίληδες μια δράκα αξιωματικών του ελληνικού στρατού έστηνε την μεγαλύτερη πιστευτή φάρσα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Πατώντας πάνω στις ολιγωρίες σύσσωμου του κοινοβουλευτισμού, στον “πολιτικό αληθωρισμό” της αριστεράς που κουβαλούσε την ήττα του 49 και στην σιωπηρή ανοχή μιας κοινωνίας που έψαχνε τις ελπίδες της στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. Μια φάρσα που δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από άλλες προηγούμενες απόπειρες, που στηρίχθηκε στα βασικά ιδεολογήματα που καθόριζαν και καθορίζουν μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Στην έννοια της πατρίδας, της θρησκείας, της οικογένειας. Όλα αυτά για τα οποία ο κάθε ένας “φιλήσυχος” πολίτης αισθάνεται περηφάνια. Η στα όρια του γραφικού ελληνική χούντα χρησιμοποιείσε την ίδια δοκιμασμένη ιστορικά συνταγή για να επιτύχει την κοινωνική συναίνεση και ασφάλεια. Και γι αυτό ακριβώς είναι αναγκαίο να στοχαστούμε από τα ιστορικά μας λάθη. Γιατί οι μικροί καθημερινοί φασισμοί βρίσκονται παντού ολόγυρα μας και οι ακολουθητές της φάρσας τείνουν όλο και περισσότερο να νομιμοποιούνται στα μάτια μας. Χρέος μας να ξεριζώσουμε τα φυντάνια που βρίσκονται ολόγυρά μας, γιατί άν πετάξει το πουλί τότε θα είναι πολύ αργά για όλους/ες μας..
Η συνταγή για την επιτυχημένη φάρσα περιλαμβάνει:
την εξασφάλιση οικονομικής στήριξης
το απαραίτητο λιβάνισμα
μια ιδέα από ποδοσφαιρικό θέαμα
ολίγον από καλλιτεχνίες
ανεπίσημες
και μή
ολίγον από δοσιλογισμό( τι σκατά συνεχιστές του ελληνικού κράτους θα ήτανε)
και τον απαραίτητο κόσμο για την κοινωνική επιβεβαίωση